- ξαναρχίζω
- και ξαναρχινίζω και ξαναρχινώ, -άω (Μ ξαναρχίζω)1. (μτβ.) αρχίζω πάλι να κάνω κάτι, ξανακάνω κάτι πάλι από την αρχή2. (αμτβ.) αρχίζω πάλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επαναρχίζω — και ξαναρχίζω αρχίζω εκ νέου, ξαναρχίζω μετά από διακοπή … Dictionary of Greek
εξαρχινώ — ἐξαρχινῶ και ξαρχινῶ (Μ) ξαναρχίζω … Dictionary of Greek
ματαρχινώ — και ματαρχινάω αρχίζω κάτι από την αρχή, ξαναρχίζω («γκλαν, γκλαν παράδερνε με τα γλωσσίδια κι εματαρχίναε κι έλεε τα ίδια», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ματα * + αρχινώ] … Dictionary of Greek
μεταρχίζω — και ματαρχίζω (Μ μεταρχίζω και ματαρχίζω) ξαναρχίζω … Dictionary of Greek
μεταστρέφω — (ΑΜ μεταστρέφω, Μ και ματαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς άλλη διεύθυνση ή δίδω σε κάτι άλλη κατεύθυνση («τῷ κε Ποσειδάων... αἷψα μεταστρέψειε νόον», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) αλλάζω, τροποποιώ, μεταβάλλω («τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι», Αριστοτ.) 3.… … Dictionary of Greek
ξανακαινουργιώνω — και ξανακαινουριώνω και ξανακαινουργώνω (Μ ξανακαινουργιώνω και ξανακαινουργώνω) 1. κάνω κάτι εκ νέου καινούργιο, ανακαινίζω 2. επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη κατάσταση του, αποκαθιστώ 3. (για γνώσεις, σοφία) αξιοποιώ και βελτιώνω 4.… … Dictionary of Greek
ξαναπίνω — πίνω πάλι, ξαναρχίζω το ποτό («από τότε που αρρώστησε ορκίστηκε να μην ξαναπιεί») … Dictionary of Greek
ξαναπιάνω — (Μ ξαναπιάνω) 1. παίρνω κάτι ξανά στα χέρια μου, πιάνω κάτι ξανά 2. συλλαμβάνω κάποιον ξανά νεοελλ. 1. ασχολούμαι ξανά με κάτι που είχα εγκαταλείψει, επαναλαμβάνω, ανανεώνω, ξανακάνω 2. ξαναρχίζω 3. επανέρχομαι στην προηγούμενη κατάσταση μου … Dictionary of Greek
ξαναρχινίζω — βλ. ξαναρχίζω … Dictionary of Greek
ξαναρχινώ — βλ. ξαναρχίζω … Dictionary of Greek